-
1 αποτροπη
ἥ1) отведение, устранение(κακῶν Aesch., Eur.; λυπῶν Plat.)
2) отведение (чужой) воды(ἀποτροπαὴ καὴ κλοπαί Plat.)
3) отвращение гнева богов, умилостивление(ἐκθύσεις καὴ ἀποτροπαί Plut.)
4) предотвращениеἀποτροπῆς ἕνεκα Plat. — для предотвращения, чтобы не повадно было;
ἀποτροπέν ἔχειν τῷ δεινῷ Thuc. — удерживать (от чего-л.) устрашением5) отговаривание, разубеждение(περί τινος Arst.)
6) уклонение (от чего-л.), отказ
См. также в других словарях:
εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… … Dictionary of Greek